- ἡμεροθαλλής
- ἡμερο-θαλλής, ές, ([etym.] θάλλω)A gently-sprouting, AP9.374(nisi leg. -θηλέσι).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημεροθαλλής — ἡμεροθαλλής ή ήμεροθηλής, ές (Α) αυτός που βλαστάνει μέρα με τη μέρα, σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + θαλλής (< θάλ λω), πρβλ. α θαλλής, ιερο θαλλής] … Dictionary of Greek
ἡμεροθαλλέσι — ἡμεροθαλλής gently sprouting masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 … Dictionary of Greek
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek